Δεν φαίνεται να έχει τα εποχικά χαρακτηριστικά άλλων κοροναϊών ο SARS-COV 2. Οι συγγενείς ιοί έχουν την τάση να εξαφανίζονται το καλοκαίρι, αλλά ο νέος κοροναϊός επιβιώνει σε περιοχές με υψηλή υγρασία.
Το συμπέρασμα προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη σημερινή έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λοιμώξεων (ECDC) σε σχέση με την αξιολόγηση κινδύνου για την COVID-19.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, οι τέσσερις κοροναϊοί που είναι ενδημικοί στους ανθρώπινους πληθυσμούς “ευθύνονται” για το 10% έως 15% των κοινών λοιμώξεων του αναπνευστικού. Γνωστά και σαν “κρυολογήματα”, εμφανίζουν έντονη χειμερινή εποχικότητα σε εύκρατα κλίματα, με αιχμή την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου και Απριλίου, ενώ ελάχιστα εντοπίζονται τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η εποχική αυτή εμφάνιση των ιώσεων αποδίδεται στην ιδιότητα των κοροναϊών να έχουν υψηλότερη σταθερότητα σε συνθήκες χαμηλής και μεσαίας υγρασίας (20% έως 50%), όταν το άμυνες του ανοσοποιητικού είναι υποβαθμισμένες.
Η εποχικότητα
Επικαλούμενοι προκαταρκτικές αναλύσεις που έχουν γίνει στην Κίνα, οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν πως έντονος πολλαπλασιασμός του SARS-COV 2 καταγράφεται, τόσο σε ξηρές, όσο και σε ψυχρές περιοχές, καθώς και σε τροπικές περιοχές με υψηλή απόλυτη υγρασία, όπως στο Guangxi και στη Σιγκαπούρη.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο SARS-CoV 2 θα εμφανίσει μια έντονη χειμερινή εποχικότητα, όπως άλλοι ανθρώπινοι κοροναϊοί στο βόρειο ημισφαίριο.
Με αυτό το δεδομένο, αναδεικνύουν τη σημασία της εφαρμογής μέτρων παρέμβασης, όπως η απομόνωση προσβεβλημένων ατόμων, η αποστασιοποίηση στο χώρο εργασίας και το κλείσιμο των σχολείων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, ότι άλλη έρευνα, του ΜΙΤ, δείχνει ότι οι κοινότητες που ζουν σε πιο θερμά μέρη φαίνεται πως έχουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την επιβράδυνση της μετάδοσης του κορωνοϊού, σύμφωνα με πρώιμη ανάλυση επιστημόνων του MIT.
Όπως αναφέρουν οι New York Times, οι ερευνητές ανακάλυψαν πως οι περισσότερες μεταδόσεις του ιού συνέβησαν σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες, μεταξύ 3 και 17 βαθμών Κελσίου (37,4-62,6 βαθμών Φαρενάιτ).
Όπως επισημαίνουν οι NYT, τουλάχιστον δυο ακόμα μελέτες που εκδόθηκαν σε δημόσια αποθετήρια μελετών καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα για τον κορωνοϊό.
ΠΗΓΗ:www.iatronet.gr