Ανάρτηση με τίτλο «Mακροπρόθεσμες επιπλοκές του Covid-19», έκανε ο καθηγητής Ηλίας Μόσιαλος, τονίζοντας ότι «επειδή η νόσος του Covid-19 είναι μια νέα ασθένεια, δεν υπάρχουν μακροχρόνιες και συστηματικές μελέτες σχετικά με τη πορεία όσων νόσησαν με σοβαρά συμπτώματα. Ακόμα και οι πρώτοι ασθενείς που ανέρρωσαν στην Κίνα μολύνθηκαν μόλις πριν από λίγους μήνες».
Στην ανάρτηση σημειώνει:
Υπολογίζεται πλέον ότι το 40-45% των ατόμων που νόσησαν με Covid-19 μπορεί να είναι ασυμπτωματικά και άλλα ίσως να βιώσουν ήπια την ασθένεια χωρίς διαρκή συμπτώματα (doi.org/10.7326/M20-3012). Ωστόσο, για πολλούς ασθενείς Covid-19 η ανάρρωση διήρκησε πολύ περισσότερο από τις δύο εβδομάδες που περιγράφει ο ΠΟΥ και η ιατρική κοινότητα.
Άλλοι ασθενείς που δεν χρειάστηκε να νοσηλευτούν, αναφέρουν πως έπασχαν ή πάσχουν από κόπωση, διάρροια, δυσκολία συγκέντρωσης, πονοκεφάλους και βραχυπρόθεσμη απώλεια μνήμης, αλλά και ναυτία και τρόμο. Καθώς οι οδηγίες δεν καταγράφουν όλα τα συμπτώματα που βιώνουν κάποιοι ασθενείς, αυτό με τη σειρά του τροφοδοτεί ένα φαύλο κύκλο αμφιβολίας, και σύγχυσης. Προκαταρκτικά στοιχεία, καθώς και μελέτες για τους κορωνοϊούς SARS και MERS, υποδηλώνουν ότι για μερικούς ανθρώπους, η πλήρης ανάρρωση μπορεί να αργήσει πολύ, ενώ μερικοί μπορεί να μην επιστρέψουν στην προ- Covid-19 φυσική τους κατάσταση.
To NHS στο Ηνωμένο Βασιλείο υπολογίζει ότι από τους νοσηλευθέντες ασθενείς Covid-19, ίσως το 45% να χρειαστεί συνεχή ιατρική περίθαλψη, το 4% να χρειαστεί αποκατάσταση και το 1% να χρειαστεί μόνιμη φροντίδα.
Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες όμως, είναι αυτές που ανησυχούν τους ειδικούς. Ο νέος κορωνοϊός αφού μπει στο σώμα, μπορεί να προσκολληθεί σε ανθρώπινα κύτταρα σε πολλά μέρη του σώματος και να διεισδύσει σε πολλά κύρια όργανα, συμπεριλαμβανομένης της καρδιάς, των νεφρών, του εγκεφάλου, ακόμη και των αιμοφόρων αγγείων. Η διείσδυση σε συνδυασμό με την επιθετική ανοσοαπόκριση, μπορεί να προκαλέσουν τραυματισμούς σε όργανα και ιστούς και τελικά πολλαπλές μόνιμες βλάβες.
Υπάρχουν πολλά που ακόμα δεν γνωρίζουμε, αλλά παραθέτω μερικές από τις πιο αξιοσημείωτες πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχουν ήδη αναφερθεί σε ορισμένους ασθενείς με Covid-19.
Αρκετές εβδομάδες μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων, κάποιοι ασθενείς εξακολουθούν να έχουν συμπτώματα όπως αίσθημα καύσου στους πνεύμονες και ξηρό βήχα. Σε αξονικές τομογραφίες, ενώ οι φυσιολογικοί πνεύμονες εμφανίζονται μαύροι, οι πνεύμονες των ασθενών Covid-19 έχουν συχνά τη χαρακτηριστική σκίαση που θυμίζει ανοιχτά-γκρι μπαλώματα, που μπορεί να μην επουλωθούν. Αυτή η σκίαση διαπιστώθηκε από νωρίς σε μεγάλο ποσοστό ασθενών που νοσηλεύτηκαν, αλλά επίσης και σε μεγάλο ποσοστό ασυμπτωματικών και προσυμπτωματικών ασθενών. Η ανοσοαπόκριση όπως πλέον γνωρίζουμε είναι απίστευτα επιθετική και οι χώροι στους πνεύμονες γεμίζουν με κυτταρικά συντρίμμια και πύον, καθιστώντας τους πνεύμονες λιγότερο εύκαμπτους.
Πολλοί ασθενείς που νοσηλεύτηκαν λόγω Covid-19 αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά θρόμβων αίματος. Το ποσοστό στους ασθενείς που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ μπορεί να φτάσει και το 31%. Οι θρόμβοι μπορεί να προκαλέσουν απόφραξη των πνευμόνων, εγκεφαλικά επεισόδια, καρδιακές προσβολές και άλλες επιπλοκές με σοβαρές, διαρκείς επιπτώσεις.
Οι θρόμβοι αίματος που σχηματίζονται ή φτάνουν στον εγκέφαλο μπορούν να προκαλέσουν εγκεφαλικό επεισόδιο. Στη Wuhan περίπου το 5% των ασθενών Covid-19 που νοσηλεύτηκαν πέρασαν εγκεφαλικά επεισόδια και ενώ αυτά εμφανίζονται πιο συχνά σε ηλικιωμένους, αναφέρονται και σε νεότερους ασθενείς Covid-19. Τα ποσοστά θνησιμότητας στους νεότερους είναι σχετικά χαμηλά σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία ασθενείς και πολλοί αναρρώνουν. Ωστόσο, άλλες μελέτες δείχνουν ότι μόνο μεταξύ 42 - 53% είναι σε θέση να επιστρέψουν στη δουλειά.
Εάν οι θρόμβοι αίματος διακόψουν την κυκλοφορία στους πνεύμονες, μια κατάσταση γνωστή ως πνευμονική εμβολή, η έκβαση μπορεί να είναι θανατηφόρα. Ασθενείς αναφέρουν πως μετά την ανάρρωση από τη νόσο, έχουν συμπτώματα που περιλαμβάνουν κόπωση, δύσπνοια, έντονο περιορισμό της σωματικής δραστηριότητας και ενοχλήσεις κατά την άσκηση. Mελέτες στη Γαλλία δείχνουν ότι μεταξύ 23 και 30% των ατόμων με σοβαρό Covid-19 είχαν επίσης πνευμονική εμβολή.
Οι θρόμβοι αίματος σε άλλα κύρια όργανα όπως τα νεφρά μπορούν επίσης να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα. Η νεφρική ανεπάρκεια αναφέρθηκε σε πολλούς ασθενείς που νόησαν σοβαρά με Covid-19, ενώ μερικά από αυτά τα οξεία νεφρικά τραύματα μπορεί να είναι μόνιμα και να απαιτούν συνεχή αιμοκάθαρση.
Μια μελέτη από τη Wuhan από τον Ιανουάριο διαπίστωσε ότι το 12% των ασθενών με Covid-19 είχαν σημάδια καρδιαγγειακής βλάβης. Έκτοτε, πολλές αναφορές δείχνουν ότι ο ιός μπορεί να προκαλέσει άμεσα οξεία μυοκαρδίτιδα και καρδιακή ανεπάρκεια.
Η νόσος Covid-19 επηρεάζει και το κεντρικό νευρικό σύστημα με δυνητικά μακροχρόνιες συνέπειες. Σε μια μελέτη από την Κίνα, περισσότερο από το ένα τρίτο των 214 ατόμων που νοσηλεύτηκαν με Covid-19 εμφάνισαν νευρολογικά συμπτώματα, όπως ζάλη, πονοκεφάλους, μειωμένη συνείδηση, όραση, δυσλειτουργία της αίσθησης της γεύσης και της οσμής. Αυτά τα συμπτώματα ήταν πιο κοινά στις σοβαρές περιπτώσεις ασθενών, όπου η επίπτωση αυξήθηκε στο 46,5%.
Υπάρχουν δυστυχώς και άλλες γνωστικές επιπτώσεις, για παράδειγμα, το παραλήρημα, που επηρεάζει το ένα τρίτο ή περισσότερους ασθενείς στις ΜΕΘ, και έρευνες δείχνουν ότι η παρουσία παραληρήματος κατά τη διάρκεια σοβαρής ασθένειας προβλέπει μελλοντικές μακροχρόνιες γνωστικές παρενέργειες και δυσλειτουργίες. Μια μελέτη από τη Νορβηγία αναφέρει πως το παραλήρημα ήταν η πιο συχνή μη αναπνευστική επιπλοκή και παρατηρήθηκε σε 36% των ασθενών Covid-19.
Μια προηγούμενη έρευνα σχετικά με το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) έδειξε ότι ένας στους πέντε επιζώντες του ARDS βιώνει μακροχρόνια γνωστικές επιπτώσεις, ακόμη και πέντε χρόνια μετά. Οι βλάβες μπορεί να περιλαμβάνουν βραχυπρόθεσμα προβλήματα μνήμης, δυσκολία στη μάθηση και την εκτέλεση εντολών και να οδηγήσουν σε δυσκολία στην εργασία, μειωμένη ικανότητα διαχείρισης χρημάτων ή δυσκολία στην εκτέλεση καθημερινών εργασιών. Οι επιζώντες του ARDS έχουν συχνά αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους και πολλοί βιώνουν μετατραυματικό στρες.
Γνωρίζουμε πως οι διαβητικοί διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής έκβασης λόγω COVID-19, που μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην υπερβολική ανοσοαπόκριση στη λοίμωξη. Ωστόσο, σε σοβαρές περιπτώσεις COVID-19 παρατηρούνται αυξήσεις στη γλυκόζη σε ασθενείς χωρίς ιστορικό διαβήτη. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να μελετηθεί μακροπρόθεσμα αυτή η κατεύθυνση όπως και η επίπτωση στην ηπατική λειτουργία.
Άλλοι ερευνητές προτείνουν ότι η νόσος του Covid-19 μπορεί να δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα για τους άνδρες πέρα από τη δυσανάλογη θνησιμότητα από την ασθένεια καθώς υπάρχει μια θεωρητική πιθανότητα βλάβης στους όρχεις και επακόλουθη υπογονιμότητα μετά τη μόλυνση με COVID-19.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τους πρώην ασθενείς, τους ερευνητές και για την πολιτική της δημόσιας υγείας;
Όπως ανέφερα, οι αναδυόμενες μακροπρόθεσμες επιπλοκές του Covid-19 ανησυχούν ιδιαίτερα κλινικούς και ερευνητές. Ακόμα μαθαίνουμε για αυτό τον ιό και προσπαθούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει ότι κάποιος νόσησε με Covid-19, το εύρος των πιθανών συμπτωμάτων, πόσος καιρός θα χρειαστεί για την ανάρρωση και ποιες άλλες προφυλάξεις μπορεί να χρειαστεί να λάβει έως ότου επιστρέψει στην δική του κανονικότητα.
Μέσα στο φόρτο που επέβαλλε η πανδημία στα συστήματα υγείας, οι πρώην ασθενείς λένε ότι είναι δύσκολο να τραβήξουν την προσοχή. Πρέπει να μην επιτρέψουμε να στιγματοποιηθούν οι ασθενείς που ανέρρωσαν και επιστρέφουν στο νοσοκομείο με νέα συμπτώματα και νέες απορίες.
Εάν δεν προσέξουμε, η ιατρική αβεβαιότητα και η αδιαφορία για την ψυχική υγεία των πρώην ασθενών Covid-19 θα επιβαρύνουν εκ νέου τα συστήματα υγείας.